- μουτζούρωμα
- τοβλ. μουντζούρωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασβόλη — η (AM ἀσβόλη, η Α και ἄσβολος, η, ο) η καπνιά, η μαύρη σκόνη που κάθεται πάνω στους τοίχους από καπνό φωτιάς νεοελλ. η συμφορά, η δυστυχία μσν. το μαύρισμα, το μουτζούρωμα με καπνιά αρχ. η ψιλή σκόνη από τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι αβέβαιης… … Dictionary of Greek
μουντζούρωμα — και μουτζούρωμα και μουζούρωμα, το [μουντζωρώνω] 1. λέρωμα με καπνιά ή άλλη σκουρόχρωμη ύλη, ιδίως πάνω στο πρόσωπο 2. μτφ. σπίλωση, ηθικός στιγματισμός … Dictionary of Greek
πινελιά — η 1. χρωμάτισμα, μουτζούρωμα με πινέλο (λ. ιταλ.). 2. μτφ., χρωματισμός, ανταύγεια: Μενεξεδένιες πινελιές φάνηκαν στον ουρανό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)